Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

Ο νόμος για τις απεργίες «ενταφιάζει» το αριστερό προφίλ


Η αλλαγή στην απεργία στοιχίζει πολιτικά πιο πολύ από τα σκληρότερα μνημονιακά μέτρα


Η κυβέρνηση με την ψήφιση της διάταξης που καθιστά δυσκολότερη τη λήψη της απόφασης για απεργία θα απολέσει και το τελευταίο «φύλλο συκής» της ήδη καταρρακωμένης αριστερής της συνείδησης.


Υστερα από τρία χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από την «πρώτη φορά Αριστερά» είναι προφανές ότι σήμερα η κυβέρνηση βρίσκεται με την πλάτη στο τοίχο και δείχνει να χάνει - ανεπιστρεπτί - ό,τι έχει απομείνει από το λεγόμενο αριστερό της παρελθόν και πλεονέκτημα. Παρότι έχουν προηγηθεί πολύ σκληρότερα μέτρα, όπως οι συνεχείς περικοπές συντάξεων, οι μειώσεις μισθών και η πλήρης επικράτηση των ελαστικών μορφών εργασίας.

Η αλλαγή στον τρόπο κήρυξης των απεργιών στοιχίζει πολιτικά περισσότερο στην κυβέρνηση ακόμα και από τα σκληρότερα μέτρα που πήρε στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου. Και αυτό γιατί «τραυματίζει την αριστερή της προέλευση».

Ο αριστερός

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος της έντονης αντίδρασης από το ΚΚΕ, το οποίο θέλει να... τελειώνει πολιτικά - μια και καλή - με τη λεγόμενη «πρώτη φορά Αριστερά», καθιστώντας σαφές «ποιος είναι ο αριστερός» στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα.

Ο νέος νόμος για τις απεργίες αναμένεται να στερήσει από την κυβέρνηση το κεντρικότερο και εμβληματικότερο στοιχείο του ιδεολογικού της χώρου. Την πρόσβασή της στους συνδικαλιστικούς και εργασιακούς χώρους. Κατ' ουσίαν η σημερινή κυβέρνηση θα καταγραφεί ως η πρώτη μετά το 1982 (όταν ψηφίστηκε ο νόμος 1264 του ΠαΣοΚ) που εφαρμόζει μέτρα περιορισμού του δικαιώματος της απεργίας. Ταυτοχρόνως, η υπουργός κυρία Εφη Αχτσιόγλου θα είναι η πρώτη υπουργός αριστερής κυβέρνησης που θα περιορίζει συνδικαλιστικά δικαιώματα, κάτι που ξανασυναντούμε τη δεκαετία του '70, με τον νόμο 330 του αλήστου μνήμης υπουργού Εργασίας Κ. Λάσκαρη.

Ανοιχτή σύγκρουση

Η κατάθεση του πολυνομοσχεδίου στη Βουλή, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι αλλαγές στον νόμο 1264/1982 για την κήρυξη των απεργιών, προκάλεσε την ανοιχτή σύγκρουση με τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, οι οποίοι εισέβαλαν στο υπουργείο Εργασίας, κατέλαβαν το γραφείο της υπουργού και διαπληκτίστηκαν μαζί της.  

«Ουδεμία αλλαγή»

Η κυβέρνηση διά του υπουργείου Εργασίας επιμένει ότι δεν περιορίζει ούτε καταργεί το δικαίωμα της απεργίας και σέβεται τους εργαζομένους και συνδικάτα. Αναφέρει ότι ουδεμία αλλαγή επέρχεται στα πρωτοβάθμια σωματεία ευρύτερης περιφέρειας (π.χ. Αττικής) ή πανελλαδικής εμβέλειας, καθώς και στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις άλλωστε η απόφαση για απεργία λαμβάνεται από το διοικητικό συμβούλιο, όπου δεν έχουν εφαρμογή οι ανωτέρω κανόνες απαρτίας. Κάτι που αμφισβητούν έγκριτοι εργατολόγοι.
«Η μόνη αλλαγή» λέει η κυβέρνηση «αφορά τον κανόνα της απαρτίας στις γενικές συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων που δεν είναι ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης, όταν συγκαλούνται προκειμένου να ληφθεί απόφαση για απεργία. Τίποτα δεν αλλάζει στον τρόπο λήψης της απόφασης για απεργία, η οποία θα συνεχίσει να λαμβάνεται με τη σχετική πλειοψηφία των παρόντων».

Η διάταξη

Με τη διάταξη του πολυνομοσχεδίου καθίσταται δυσκολότερη η κήρυξη της απεργίας σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, καθώς απαιτείται παρουσία - απαρτία του 50% των οικονομικά ενεργών μελών της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης στη γενική συνέλευση η οποία θα λάβει την απόφαση για απεργία.

Οι διατάξεις του νομοσχεδίου παραμένουν οι ίδιες με το κείμενο της τροπολογίας που αποσύρθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου. Συγκεκριμένα, το σχέδιο νόμου σημειώνει ότι στο τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του νόμου 1264/1982 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών».

Τουλάχιστον το 50%

Σύμφωνα με τον ισχύοντα σήμερα νόμο 1264/1982 (άρθρο 8), απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) των οικονομικά τακτοποιημένων µελών, ή ακόμη και του 1/5, υπό προϋποθέσεις (στην τρίτη προσπάθεια πραγματοποίησης της γενικής συνέλευσης).

Τώρα - με την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου - θα απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του 50% των οικονομικά τακτοποιημένων μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης.

Δικηγόροι ειδικευμένοι στο Εργατικό Δίκαιο επισημαίνουν ότι με τη συγκεκριμένη διάταξη δεν διασφαλίζεται η εξαίρεση των πρωτοβαθμίων πανελλήνιας εμβέλειας, ενώ εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων εκφράζουν φόβους πως η αλλαγή θα φέρει τροποποιήσεις και στις υπόλοιπες οργανώσεις, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες, με αποτέλεσμα καταστεί δυσκολότερη - και σε αυτές - η κήρυξη απεργιών.

Γιάννης Καρούζος: «Αυξημένη απαρτία και για τα πανελλήνιας εμβέλειας σωματεία»

Βόμβα στα θεμέλια της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας, ότι τα αυξημένα ποσοστά απαρτίας για τη λήψη απόφασης για απεργία δεν ισχύουν για τα πρωτοβάθμια σωματεία πανελλαδικής εμβέλειας, θέτει ο γνωστός εργατολόγος δικηγόρος κ. Γιάννης Καρούζος.

«Εάν τα συγκεκριμένα σωματεία εξαιρούνταν, θα έπρεπε να αναφέρονται ρητώς στη διάταξη του νομοσχεδίου» αναφέρει ο δικηγόρος και προσθέτει ότι «σε διαφορετική περίπτωση η διαδικασία με την αυξημένη απαρτία (50% + 1) ισχύει για όλους». Αναλυτικά η θέση του εργατολόγου για το θέμα αυτό έχει ως εξής:
«Για την κήρυξη απεργίας (άρθρο 211) στο νομοσχέδιο δεν γίνεται καμία απολύτως αναφορά αν το ειδικό (αυξημένο) ποσοστό απαρτίας (50% των οικονομικά τακτοποιημένων μελών) θα ισχύει μόνο για τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις (στην αιτιολογική Εκθεση, μάλιστα, δεν υπάρχει ούτε η εξαίρεση των πρωτοβάθμιων σωματείων πανελλαδικής ή τοπικής εμβέλειας που υποσχέθηκε η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας). 

Προστίθεται, γενικά, μετά το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 1264/1982 (Α' 79) εδάφιο ως εξής: "Ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (½) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών".

Αν η κυβέρνηση ήθελε να διατηρήσει τη διάταξη του άρθρου 20 για τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις πανελλαδικής ή περιφερειακής εμβέλειας, όφειλε στην ως άνω διατύπωση της διάταξης που φέρνει προς ψήφιση να συμπεριλάβει τη φράση "με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 20 του Ν. 1264/82, που αφορά την προκήρυξη απεργίας από πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις πανελλαδικής ή περιφερειακής εμβέλειας". Και τούτο διότι είναι γνωστό ότι νεότερη διάταξη νόμου καταργεί υφιστάμενη όταν ρυθμίζει το ίδιο θέμα.

Συνεπώς, με τη νέα διάταξη, το δικαίωμα της απεργίας στη διαδικασία λήψης απόφασης επαναρυθμίζεται με την αυξημένη απαρτία του 50% των μελών μια συνδικαλιστικής οργάνωσης». 

Διαγκωνίζονται για το ποιος θα φέρει τη...χειρότερη ρύθμιση

Κι όμως, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση (ΝΔ) «διαγκωνίζονται» για το ποιος θα φέρει τη…χειρότερη νομοθετική διάταξη για τον τρόπο κήρυξης της απεργίας.

Ετσι, την ώρα που η κυβέρνηση έφερνε τη διάταξη με την οποία απαιτείται απαρτία 50%+1 στη γενική συνέλευση, ώστε στη συνέχεια με απλή πλειοψηφία να αποφασισθεί απεργιακή κινητοποίηση, η Νέα Δημοκρατία υπερθεμάτιζε προτείνοντας για την κήρυξη απεργίας - και όχι για την απαρτία όπως προβλέπει η διάταξη της κυβέρνησης - να είναι απαραίτητη η σύμφωνη γνώμη από το 50%+1, των οικονομικά τακτοποιημένων μελών του πρωτοβάθμιου σωματείου.
Οπως ήταν φυσικό η κυβέρνηση δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και κατηγόρησε τη Νέα Δημοκρατία ότι θέλει να περιορίσει το δικαίωμα της απεργίας και σε αντίθεση με την ίδια.

«Οι μάσκες έπεσαν, η πρόταση της ΝΔ για αλλαγές στον τρόπο κήρυξης της απεργίας είναι αποκαλυπτική. Προτείνει η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις να κηρύσσεται με απαραίτητη τη σύμφωνη γνώμη από το 50%+1, των οικονομικά τακτοποιημένων μελών τους, δηλαδή να μην ισχύει η σχετική πλειοψηφία», τονίζει το υπουργείο Εργασίας.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η πρόταση της ΝΔ οδηγεί σε ουσιώδη περιστολή του δικαιώματος της απεργίας και κατ’ ουσίαν υιοθετεί τις πιο ακραίες θέσεις του ΔΝΤ.

Αντιθέτως η Νέα Δημοκρατία σημειώνει ότι η πρόταση της κυβέρνησης «είναι κακότεχνη, αόριστη και αντιφατική». Και προσθέτει: «δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τη διάρθρωση των πρωτοβάθμιων σωματείων πανελλαδικής και περιφερειακής εμβέλειας. Μοιραία, λοιπόν, θα προκαλέσει νέα προβλήματα που θα οδηγήσουν σε νέες δικαστικές διενέξεις και καταστρατηγήσεις που τελικά θα υπονομεύσουν την απεργία». 

Τι ισχύει στην Ευρώπη

Η Ελλάδα βρίσκεται στο μέσον της κλίμακας των ευρωπαϊκών κρατών ως προς το νομικό καθεστώς γύρω από τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις για την κήρυξη των απεργιακών κινητοποιήσεων.

Κατά κανόνα απαιτείται να ληφθεί απόφαση από τη γενική συνέλευση των εργαζομένων με μυστική ψηφοφορία των μελών της, ενώ αρκείται σε απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της οργάνωσης εάν πρόκειται για συνδικαλιστική οργάνωση πανελλαδικής εμβέλειας.

Το συμπέρασμα προέρχεται από τη μελέτη του καθηγητή της Νομικής κ. Κ. Παπαδημητρίου που ερεύνησε το ισχύον νομικό καθεστώς για τις απεργίες και τη συνδικαλιστική δράση στις χώρες της Ευρώπης.

Στο ένα άκρο της κλίμακας βρίσκονται η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία, όπου η απεργία κηρύσσεται από άτυπες ομάδες εργαζομένων. Και στο άλλο άκρο η Βουλγαρία, στην οποία απαιτείται απόφαση της πλειοψηφίας (50%+1) του όλου αριθμού των εργαζομένων σε μια επιχείρηση, και το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο απαιτείται δημοψήφισμα με τη συμμετοχή όλων των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης.

«Προασπίστε τη δημοκρατία»

Επείγον υπόμνημα προς τους βουλευτές απέστειλε η ΓΣΕΕ, ζητώντας να πράξουν το «καθήκον τους», προασπίζοντας το Σύνταγμα και τις δημοκρατικές ελευθερίες και καταψηφίζοντας το κομμάτι του πολυνομοσχεδίου που αφορά τον τρόπο κήρυξης της απεργίας.

Στο υπόμνημά της η ΓΣΕΕ τονίζει και αναλύει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην απεργία, που υπονομεύεται με την υπό ψήφιση νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης. Σημειώνει ότι:

I Το Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 23 παρ. 2 αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα το δικαίωμα απεργίας. Ορίζει ότι: «η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων».

I Η νομοθετική θέσπιση περιορισμών της απεργίας αλλά και όλη η μνημονιακή νομοθεσία των τελευταίων χρόνων, καταλυτική των εργασιακών δικαιωμάτων, προδιαγράφουν τα όρια της νόμιμης άσκησης του σχετικού απεργιακού δικαιώματος, στο οποίο ορθώνεται σειρά νομοθετικών απαγορεύσεων.

Με τον τρόπο αυτόν αποδυναμώνεται το δικαίωμα και καθίσταται προβληματική για τους εργαζομένους η προσφυγή στην απεργία.

πηγή